Bevoegdheid in het grieks
Vertaling: bevoegdheid, Woordenboek: nederlands » grieks
Brontaal:
nederlands
Doeltaal:
grieks
Vertalingen:
δικαίωμα, δεξιός, κύρος, σωστός, εξουσία, αυθεντία, πρόκριση, αρμοδιότητα, αρμοδιότητας, αρμοδιοτήτων, ικανότητα, αρμοδιότητες
Verwante woorden
Andere Talen
Verwante woorden: bevoegdheid
absolute bevoegdheid, bevoegdheden, bevoegdheid antoniemen, bevoegdheid betekenis, bevoegdheid docent, bevoegdheid talen woordenboek grieks, bevoegdheid in het grieks
Vertalingen
- bevochtigen in het grieks - ύδωρ, νερό, υγραίνω, ποτίζω, υγράνετε, βρέξτε, υγραίνεται, ...
- bevoegd in het grieks - ικανός, αρμόδιος, αρμόδιες, αρμόδια, αρμόδιων, αρμόδιο
- bevoegdheidsverklaring in het grieks - δήλωση αρμοδιότητας, δήλωση αρμοδιότητας που, δήλωσης αρμοδιότητας, δήλωση περί αρμοδιότητας, δήλωση αρμοδιότητας η
- bevoelen in het grieks - υφή, νόημα, νιώθω, σωφροσύνη, αίσθημα, εμπειρία, αισθάνομαι, ...
Willekeurige woorden
Bevoegdheid in het grieks - Woordenboek: nederlands » grieks
Vertalingen: δικαίωμα, δεξιός, κύρος, σωστός, εξουσία, αυθεντία, πρόκριση, αρμοδιότητα, αρμοδιότητας, αρμοδιοτήτων, ικανότητα, αρμοδιότητες
Vertalingen: δικαίωμα, δεξιός, κύρος, σωστός, εξουσία, αυθεντία, πρόκριση, αρμοδιότητα, αρμοδιότητας, αρμοδιοτήτων, ικανότητα, αρμοδιότητες