Bewerkstelligen in het grieks
Vertaling: bewerkstelligen, Woordenboek: nederlands » grieks
Brontaal:
nederlands
Doeltaal:
grieks
Vertalingen:
κατορθώνω, για τη δημιουργία, να θεσπίσει, να καθορίσει, να καθοριστεί, τη δημιουργία
Verwante woorden
Andere Talen
Verwante woorden: bewerkstelligen
bewerkstelligen antoniemen, bewerkstelligen betekenis, bewerkstelligen duits, bewerkstelligen engels, bewerkstelligen grammatica, bewerkstelligen talen woordenboek grieks, bewerkstelligen in het grieks
Vertalingen
- bewerker in het grieks - επεξεργαστή, επεξεργαστής, μεταποιητή, μεταποιητής, επεξεργασίας
- bewerking in het grieks - προσαρμογή, πρόσφορος, ρύθμιση, εκδοχή, λειτουργία, επεξεργάζομαι, εγχείρηση, ...
- bewijs in het grieks - απόδειξη, πειστήριο, επίδειξη, κουπόνι, πιστοποιητικό, διαδήλωση, δείγμα, ...
- bewijzen in het grieks - αποδείξεις, δείχνω, στοιχεία, μαρτυρία, αποδεικνύω, παράσταση, εμφαίνω, ...
Willekeurige woorden
Bewerkstelligen in het grieks - Woordenboek: nederlands » grieks
Vertalingen: κατορθώνω, για τη δημιουργία, να θεσπίσει, να καθορίσει, να καθοριστεί, τη δημιουργία
Vertalingen: κατορθώνω, για τη δημιουργία, να θεσπίσει, να καθορίσει, να καθοριστεί, τη δημιουργία