Toevallig in het grieks
Vertaling: toevallig, Woordenboek: nederlands » grieks
Brontaal:
nederlands
Doeltaal:
grieks
Vertalingen:
τυχαίος, ευκαιρία, σποραδικός, ξέγνοιαστος, τύχη, συγκυρία, πρόχειρος, πιθανότητα, ανεπίσημος, τυχόν, τυχαία, τυχαίο, κατά τύχη, από την τύχη
Verwante woorden
Andere Talen
Verwante woorden: toevallig
toevallig antoniemen, toevallig betekenis, toevallig duits, toevallig engels, toevallig frans, toevallig talen woordenboek grieks, toevallig in het grieks
Vertalingen
- toeval in het grieks - αποτολμώ, διακυβεύω, κίνδυνος, σύμπτωση, τυχαίο, σύμπτωσης, σύμπτωση το γεγονός, ...
- toevallen in het grieks - επιληψία, επιληψίας, της επιληψίας, την επιληψία, η επιληψία
- toevalligheid in het grieks - διακυβεύω, κίνδυνος, αποτολμώ, ατύχημα, ατυχήματος, ατυχημάτων, ατυχήματα, ...
- toeven in het grieks - ξεκουράζομαι, υπόλοιπος, ησυχασμός, παραμένω, διαμονή, παραμονή, μείνετε, ...
Willekeurige woorden
Toevallig in het grieks - Woordenboek: nederlands » grieks
Vertalingen: τυχαίος, ευκαιρία, σποραδικός, ξέγνοιαστος, τύχη, συγκυρία, πρόχειρος, πιθανότητα, ανεπίσημος, τυχόν, τυχαία, τυχαίο, κατά τύχη, από την τύχη
Vertalingen: τυχαίος, ευκαιρία, σποραδικός, ξέγνοιαστος, τύχη, συγκυρία, πρόχειρος, πιθανότητα, ανεπίσημος, τυχόν, τυχαία, τυχαίο, κατά τύχη, από την τύχη