Dirigir em grego
Tradução: dirigir, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
φροντίζω, μεταχειρίζομαι, καταφέρνω, χειρίζομαι, κατεύθυνση, οδηγός, διευθύνω, ηγούμαι, φέρσιμο, λουρί, φροντίδα, χερούλι, διεξάγω, αγορά, συμπεριφορά, διαγωγή, αυτοκίνητο, δίσκο, δίσκου, κίνησης, μονάδα
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: dirigir
dirigir em ingles, dirigir sinonimo, dirigir uma carta, dirigir verbo, dirigir ou dirijir, dirigir dicionário de língua grego, dirigir em grego
Traduções
- direita em grego - άκαμπτος, σωστός, δικαίωμα, αδιάλλακτος, άτεγκτος, αυστηρός, δεξιός, ...
- direito em grego - ευθύς, σωστός, δικαίωμα, σκηνοθετώ, κατεύθυνση, δεξιός, ίσιος, ...
- dirimir em grego - αποφασίζω, υπολογίζω, καθορίζω, προσδιορίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, ...
- disciplina em grego - αποκαλύπτω, πειθαρχώ, πειθαρχία, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
Palavras aleatórias
Dirigir em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: φροντίζω, μεταχειρίζομαι, καταφέρνω, χειρίζομαι, κατεύθυνση, οδηγός, διευθύνω, ηγούμαι, φέρσιμο, λουρί, φροντίδα, χερούλι, διεξάγω, αγορά, συμπεριφορά, διαγωγή, αυτοκίνητο, δίσκο, δίσκου, κίνησης, μονάδα
Traduções: φροντίζω, μεταχειρίζομαι, καταφέρνω, χειρίζομαι, κατεύθυνση, οδηγός, διευθύνω, ηγούμαι, φέρσιμο, λουρί, φροντίδα, χερούλι, διεξάγω, αγορά, συμπεριφορά, διαγωγή, αυτοκίνητο, δίσκο, δίσκου, κίνησης, μονάδα