Ofício em grego
Tradução: ofício, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
κατάληψη, επιτήδευμα, λειτουργία, ταχυδρομώ, επενδύω, λειτουργώ, ρυτίδα, δοκάρι, επάγγελμα, δουλειά, θώκος, υπόθεση, χρησιμοποιώ, χρήση, επιχείρηση, σκοπός, τέχνη, σκάφος, τα σκάφη, βιοτεχνίας, βιοτεχνικές
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: ofício
ofício circulado 30136, ofício circulado 30141, ofício significado, ofício circulado 30115, ofício n.o 5950, ofício dicionário de língua grego, ofício em grego
Traduções
- oficina em grego - υφήλιος, κόσμος, ψωνίζω, προδίδω, μαγαζί, ατελιέ, συνεργείο, ...
- ofuscar em grego - αμυδρός, θολός, διάσταση, θαμπός, θολωμένος, επισκιάσει, επισκιάσουν, ...
- oitenta em grego - λεπτομερής, προσεγμένος, περίτεχνος, ογδόντα, από ογδόντα
- oleiro em grego - αγγειοπλάστης, Πότερ, Potter, αγγειοπλάστη, αγγειοπλαστικής
Palavras aleatórias
Ofício em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: κατάληψη, επιτήδευμα, λειτουργία, ταχυδρομώ, επενδύω, λειτουργώ, ρυτίδα, δοκάρι, επάγγελμα, δουλειά, θώκος, υπόθεση, χρησιμοποιώ, χρήση, επιχείρηση, σκοπός, τέχνη, σκάφος, τα σκάφη, βιοτεχνίας, βιοτεχνικές
Traduções: κατάληψη, επιτήδευμα, λειτουργία, ταχυδρομώ, επενδύω, λειτουργώ, ρυτίδα, δοκάρι, επάγγελμα, δουλειά, θώκος, υπόθεση, χρησιμοποιώ, χρήση, επιχείρηση, σκοπός, τέχνη, σκάφος, τα σκάφη, βιοτεχνίας, βιοτεχνικές