Réu em grego
Tradução: réu, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
κατηγορούμενος, εναγόμενος, καθής, καθού, εναγόμενο
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: réu
réu menor de 21 anos atenuante, réu primário, réu revel, réu feminino, réu significado, réu dicionário de língua grego, réu em grego
Traduções
- répteis em grego - ερπετό, ερπετά, ερπετών, τα ερπετά, των ερπετών
- réptil em grego - δημοκρατία, ερπετό, έρπων, ερπετών, ερπετά, ερπετού
- rígido em grego - στεφάνη, άτεγκτος, αλύγιστος, αυστηρός, άκαμπτος, δριμύς, ισχυρός, ...
- ríspido em grego - οξυδερκής, κοφτερός, μυτερός, αιφνίδιος, κατσούφης, οργίλος, δύστροπο, ...
Palavras aleatórias
Réu em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: κατηγορούμενος, εναγόμενος, καθής, καθού, εναγόμενο
Traduções: κατηγορούμενος, εναγόμενος, καθής, καθού, εναγόμενο