Resistente em grego
Tradução: resistente, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
κριθαράκι, χαλάζιο, ρωμαλέος, ανθεκτικός, γερός, χοιροστάσιο, ανθεκτικά, ανθεκτικό, ανθεκτική, ανθεκτικών
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: resistente
resistente ao fogo, resistente a agua, resistente 5 atm, resistentes filme, resistente a tração, resistente dicionário de língua grego, resistente em grego
Traduções
- resignar em grego - εγκαρτέρηση, παραιτούμαι, αποσύρομαι, παρατάω, εγκαταλείπω, παραίτηση, παραιτηθεί, ...
- resina em grego - ρετσίνι, ρητίνη, ρητίνης, της ρητίνης, ρητίνη που
- resistir em grego - εχθρός, μάρτυρας, υπομένω, αντοχή, αντίσταση, αντέχω, μαρτυρώ, ...
- resistência em grego - αντίσταση, αντοχή, αντίστασης, αντοχής, ανθεκτικότητα
Palavras aleatórias
Resistente em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: κριθαράκι, χαλάζιο, ρωμαλέος, ανθεκτικός, γερός, χοιροστάσιο, ανθεκτικά, ανθεκτικό, ανθεκτική, ανθεκτικών
Traduções: κριθαράκι, χαλάζιο, ρωμαλέος, ανθεκτικός, γερός, χοιροστάσιο, ανθεκτικά, ανθεκτικό, ανθεκτική, ανθεκτικών