Usurpar em grego
Tradução: usurpar, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
σφετερίζομαι, σφετεριστεί, σφετεριστούν, σφετεριστεί την, σφετερίζονται
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: usurpar
usurpar significa, usurpar dicionário, usurpar sinonimos, usurpar priberam, usurpar dicio, usurpar dicionário de língua grego, usurpar em grego
Traduções
- uso em grego - έθιμο, χρησιμοποιώ, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
- usual em grego - κοινός, συνήθης, συνηθισμένος, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη
- usuário em grego - χρήστης, εξυπηρέτηση, υπηρεσία, ρουσφέτι, σέρβις, χρήστη, του χρήστη, ...
- utilidade em grego - χρησιμότητα, βοηθητικό πρόγραμμα, χρησιμότητας, βοηθητικό, κοινής ωφέλειας
Palavras aleatórias
Usurpar em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: σφετερίζομαι, σφετεριστεί, σφετεριστούν, σφετεριστεί την, σφετερίζονται
Traduções: σφετερίζομαι, σφετεριστεί, σφετεριστούν, σφετεριστεί την, σφετερίζονται