Ассемблер на греческом языке
Перевод: ассемблер, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
συναρμολόγησης, συναρμολογητή, assembler, επιχείρηση συναρμολόγησης, συναρμολογητής
Другие языки
Родственные слова: ассемблер
ассемблер cmp, ассемблер для чайников, ассемблер учебник, ассемблер регистры, ассемблер уроки, ассемблер словарь иностранных слов греческий, ассемблер на греческом языке
Переводы
- аспиратор на греческом языке - αναρροφητήρα, αναρροφητήρας, αναρροφητού, αναρροφητήρος, αναρροφητή
- аспирин на греческом языке - ασπιρίνη, ασπιρίνης, η ασπιρίνη, την ασπιρίνη, της ασπιρίνης
- ассенизация на греческом языке - ξέφωτο, εκκαθάριση, διάθεση, διάθεσης, διάθεσή, απόρριψης, απόρριψη
- ассигнация на греческом языке - ανάθεση, λογαριασμός, διανομή, νομοσχέδιο, ράμφος, ραντεβού, διορισμός, ...
Случайные слова
Ассемблер на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: συναρμολόγησης, συναρμολογητή, assembler, επιχείρηση συναρμολόγησης, συναρμολογητής
Переводы: συναρμολόγησης, συναρμολογητή, assembler, επιχείρηση συναρμολόγησης, συναρμολογητής