Возникать на греческом языке

Перевод: возникать, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
προσφορά, προκύπτω, αυξάνομαι, συμβαίνω, άνοιξη, διαφαίνομαι, έρχομαι, εγείρομαι, εκτινάσσομαι, φαίνομαι, προσφέρω, προστίθεμαι, μίσχος, εμφανίζομαι, στείρα, στέλεχος, προκύπτουν, προκύψουν, ανακύπτουν, να προκύψουν, προκύψει
Возникать на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: возникать

возникать проверочное слово, возникать значение, возникать антоним, возникать синоним, возникать это, возникать словарь иностранных слов греческий, возникать на греческом языке

Переводы

  • вознести на греческом языке - ανατρέφω, αναστηλώνω, βελτιώνω, υψώνω, ανυψώνω, σηκώνω, εξυψώ, ...
  • вознестись на греческом языке - ανατέλλω, ορθώνομαι, αυξάνομαι, αύξηση, ανεβείτε, ανεβαίνουμε, ανέβει, ...
  • возникающий на греческом языке - που προκύπτουν, που απορρέουν, απορρέουν, προκύπτουν, προκύπτει
  • возникновение на греческом языке - ανατέλλω, αυξάνομαι, προέλευση, αύξηση, αρχή, γένεση, ορθώνομαι, ...
Случайные слова
Возникать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: προσφορά, προκύπτω, αυξάνομαι, συμβαίνω, άνοιξη, διαφαίνομαι, έρχομαι, εγείρομαι, εκτινάσσομαι, φαίνομαι, προσφέρω, προστίθεμαι, μίσχος, εμφανίζομαι, στείρα, στέλεχος, προκύπτουν, προκύψουν, ανακύπτουν, να προκύψουν, προκύψει