Вставать на греческом языке
Перевод: вставать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εγείρομαι, ανατέλλω, προκύπτω, αυξάνομαι, ορθώνομαι, αναδύομαι, αύξηση, σηκωθούν, σταθεί, σηκώνεται, σηκωθεί, να σηκώνεται
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: вставать
вставать на мостик польза, вставать перевод на английский, вставать в 4 утра, вставать до рассвета, вставать в 5 утра, вставать словарь иностранных слов греческий, вставать на греческом языке
Переводы
- вспять на греческом языке - υποστηρίζω, ενισχύω, καθυστερημένος, πλάτη, πίσω, πίσω μέρος, άμυνα, ...
- вставание на греческом языке - εξέγερση, αυξανόμενες, αυξανόμενη, αυξάνεται, άνοδο, αυξάνονται
- вставить на греческом языке - κόλλα, καθορισμένος, βάζω, εισάγω, τοποθετώ, εισάγετε, τοποθετήστε, ...
- вставка на греческом языке - πλαισίωση, προσθήκη, καταχώρηση, διάρθρωση, εισάγετε, τοποθετήστε, εισαγάγετε, ...
Случайные слова
Вставать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εγείρομαι, ανατέλλω, προκύπτω, αυξάνομαι, ορθώνομαι, αναδύομαι, αύξηση, σηκωθούν, σταθεί, σηκώνεται, σηκωθεί, να σηκώνεται
Переводы: εγείρομαι, ανατέλλω, προκύπτω, αυξάνομαι, ορθώνομαι, αναδύομαι, αύξηση, σηκωθούν, σταθεί, σηκώνεται, σηκωθεί, να σηκώνεται