Действующий на греческом языке
Перевод: действующий, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ζωντανός, ενεργός, ισχυρός, ισχύων, αναπληρωματικός, μένω, δραστήριος, ακμαίος, αποτελεσματικός, αποδοτικός, λειτουργικός, σε ισχύ, που ισχύουν, ισχύουσες, που ισχύει, ισχύουσα
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: действующий
действующий президент украины, действующий вулкан на камчатке, действующий каталог фаберлик, действующий чемпион мира по хоккею, действующий папа римский, действующий словарь иностранных слов греческий, действующий на греческом языке
Переводы
- действовать на греческом языке - ορμή, προβαίνω, λειτουργώ, κανόνας, εργαλείο, προχωρώ, δεξίωση, ...
- действует на греческом языке - πράξεις, πράξεων, πράξεις που, ενέργειες, πράξεων που
- дейтерий на греческом языке - δευτερίου, δευτέριο, του δευτερίου, το δευτέριο, δευτέριου
- дека на греческом языке - οδηγώ, κατάστρωμα, καταστρώματος, τράπουλα, γέφυρα, θάλαμο
Случайные слова
Действующий на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ζωντανός, ενεργός, ισχυρός, ισχύων, αναπληρωματικός, μένω, δραστήριος, ακμαίος, αποτελεσματικός, αποδοτικός, λειτουργικός, σε ισχύ, που ισχύουν, ισχύουσες, που ισχύει, ισχύουσα
Переводы: ζωντανός, ενεργός, ισχυρός, ισχύων, αναπληρωματικός, μένω, δραστήριος, ακμαίος, αποτελεσματικός, αποδοτικός, λειτουργικός, σε ισχύ, που ισχύουν, ισχύουσες, που ισχύει, ισχύουσα