Допуск на греческом языке

Перевод: допуск, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
πρόσβαση, αντοχή, παραδοχή, ανεκτικότητα, στενά, κυκλοφορώ, άδεια, ανοχή, περνώ, είσοδος, προσπέλαση, πέρασμα, ομολογία, επιτρέπω, εισδοχή, αποδοχή, εισαγωγή
Допуск на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: допуск

допуск по электробезопасности, допуск сро, допуск цилиндричности, допуск параллельности, допуск сро это, допуск словарь иностранных слов греческий, допуск на греческом языке

Переводы

  • допрос на греческом языке - ανακριτικός, ανάκριση, ερώτημα, ανακρίνω, διεργασία, ερώτηση, εξέταση, ...
  • допросить на греческом языке - ερώτηση, ανακρίνω, ζήτημα, ερώτημα, ανακρίνουν, ανακρίνει, να ανακρίνουν, ...
  • допускаемый на греческом языке - επιτρεπόμενος, επιτρεπτός, επιτρεπόμενη, επιτρεπομένων, επιτρεπόμενων
  • допускать на греческом языке - αποδέχομαι, επιτρέπω, υποθέτω, παραχωρώ, ανέχομαι, παραδέχομαι, χορηγώ, ...
Случайные слова
Допуск на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: πρόσβαση, αντοχή, παραδοχή, ανεκτικότητα, στενά, κυκλοφορώ, άδεια, ανοχή, περνώ, είσοδος, προσπέλαση, πέρασμα, ομολογία, επιτρέπω, εισδοχή, αποδοχή, εισαγωγή