Задевать на греческом языке
Перевод: задевать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
αγγίζω, βουρτσίζω, ισοπεδώνω, πινέλο, πληγώνω, προσβάλλω, επηρεάζω, χτυπώ, σκούπα, πονώ, ανησυχία, πινελιά, κατεδαφίζω, ενδιαφέρον, βούρτσα, προβληματισμός, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: задевать
задевать перевод, задевать викисловарь, задевать за живое значение, задать значение, задевать синоним, задевать словарь иностранных слов греческий, задевать на греческом языке
Переводы
- задворки на греческом языке - αυλή, πίσω αυλή, κατώφλι, οικόσιτα, λαχανόκηπο
- задевание на греческом языке - γδέρνομαι, βόσκω, αμυχή, εγγίζω, γδέρνω, βόσκουν, βόσκει
- задеваться на греческом языке - εξαφανίζομαι, βλάβη, πλήγμα, βλάψει, κακό, βλάψουν
- задел на греческом языке - εφεδρεία, ξεκίνημα, εφεδρικός, περιθώριο, αρχή, παρακρατώ, ξεκινώ, ...
Случайные слова
Задевать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: αγγίζω, βουρτσίζω, ισοπεδώνω, πινέλο, πληγώνω, προσβάλλω, επηρεάζω, χτυπώ, σκούπα, πονώ, ανησυχία, πινελιά, κατεδαφίζω, ενδιαφέρον, βούρτσα, προβληματισμός, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Переводы: αγγίζω, βουρτσίζω, ισοπεδώνω, πινέλο, πληγώνω, προσβάλλω, επηρεάζω, χτυπώ, σκούπα, πονώ, ανησυχία, πινελιά, κατεδαφίζω, ενδιαφέρον, βούρτσα, προβληματισμός, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει