Задержать на греческом языке
Перевод: задержать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εξακολουθώ, αναχαιτίζω, συλλαμβάνω, κατακρατώ, περιορίζω, αρπάζω, κρατώ, δυσχεραίνω, πιάνω, παρεμποδίζω, παρακωλύω, καθυστέρηση, κρατήσει ψηλά, να κρατήσει ψηλά, χωρέσει μέχρι, να χωρέσει μέχρι, κρατήσει μέχρι
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: задержать
задержать дыхание норма, задержать перевод, задержать дыхание на 3 минуты, задержать спряжение, задержать месячные, задержать словарь иностранных слов греческий, задержать на греческом языке
Переводы
- задержание на греческом языке - αναποδιά, καθυστέρηση, ταραχή, παρακώλυση, σύλληψη, φόβος, παρακράτηση, ...
- задержанный на греческом языке - καθυστέρηση, καθυστερήσει, καθυστέρησε, καθυστερημένη, καθυστερεί
- задержаться на греческом языке - ξαπλώνω, στρώνω, καθυστερώ, βραδυπορώ, επιμένω, κοσμικός, διαμονή, ...
- задерживание на греческом языке - καθυστέρηση, επιβράδυνση, υστέρηση, καθυστέρησης, καθυστέρηση της
Случайные слова
Задержать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εξακολουθώ, αναχαιτίζω, συλλαμβάνω, κατακρατώ, περιορίζω, αρπάζω, κρατώ, δυσχεραίνω, πιάνω, παρεμποδίζω, παρακωλύω, καθυστέρηση, κρατήσει ψηλά, να κρατήσει ψηλά, χωρέσει μέχρι, να χωρέσει μέχρι, κρατήσει μέχρι
Переводы: εξακολουθώ, αναχαιτίζω, συλλαμβάνω, κατακρατώ, περιορίζω, αρπάζω, κρατώ, δυσχεραίνω, πιάνω, παρεμποδίζω, παρακωλύω, καθυστέρηση, κρατήσει ψηλά, να κρατήσει ψηλά, χωρέσει μέχρι, να χωρέσει μέχρι, κρατήσει μέχρι