Застенчивый на греческом языке
Перевод: застенчивый, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
σεμνός, συνεσταλμένος, σεμνότυφος, ντροπαλός, μαζεμένος, ταπεινός, δειλός, αδέξιος, συνείδηση του εαυτού τους, μόνος συνειδητή, συνείδηση του εαυτού, μόνος συνείδηση, αυτο επίγνωση
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: застенчивый
застенчивый ребенок, застенчивый пистолет, задумчивый смайл, застенчивый человек, застенчивый portal, застенчивый словарь иностранных слов греческий, застенчивый на греческом языке
Переводы
- застеклять на греческом языке - γιαλίζω, γκλασάρω, στιλβώνω, λούστρο, γάνωμα
- застенчивость на греческом языке - δειλία, ντροπαλότητα, ατολμία, συστολή, συστολής, τη συστολή, η συστολή
- застигать на греческом языке - ξεπερνώ, αρπάζω, προσπερνώ, πιάνω, zastigat
- застигнуть на греческом языке - προσπερνώ, παίρνω, ξεπερνώ, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, ...
Случайные слова
Застенчивый на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: σεμνός, συνεσταλμένος, σεμνότυφος, ντροπαλός, μαζεμένος, ταπεινός, δειλός, αδέξιος, συνείδηση του εαυτού τους, μόνος συνειδητή, συνείδηση του εαυτού, μόνος συνείδηση, αυτο επίγνωση
Переводы: σεμνός, συνεσταλμένος, σεμνότυφος, ντροπαλός, μαζεμένος, ταπεινός, δειλός, αδέξιος, συνείδηση του εαυτού τους, μόνος συνειδητή, συνείδηση του εαυτού, μόνος συνείδηση, αυτο επίγνωση