Нападать на греческом языке
Перевод: нападать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
επίθεση, χτυπώ, έρχομαι, επιτίθεμαι, προέρχομαι, βιαιοπραγία, απεργία, γεννώ, επιδρομή, κλυδωνίζομαι, υποφέρω, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: нападать
нападать перевод, нападать на ветеранов тимошенко, нападать по английски, нападать синонимы, нападать исподтишка вдвое страшнее, нападать словарь иностранных слов греческий, нападать на греческом языке
Переводы
- наобум на греческом языке - τυχαίος, τυχαία, τυχαίο, τυχαίας, τυχαίων
- наотрез на греческом языке - ρητώς, ρητά, κατηγορηματικά, απερίφραστα, κατηγορηματική
- нападающий на греческом языке - επιτιθέμενος, προς τα εμπρός, εμπρός, μπροστά, τα εμπρός, υποβάλει
- нападение на греческом языке - επίθεση, επιδρομή, εχθρότητα, κατηγορία, καθυστέρηση, επιθετικότητα, επιτίθεμαι, ...
Случайные слова
Нападать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: επίθεση, χτυπώ, έρχομαι, επιτίθεμαι, προέρχομαι, βιαιοπραγία, απεργία, γεννώ, επιδρομή, κλυδωνίζομαι, υποφέρω, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής
Переводы: επίθεση, χτυπώ, έρχομαι, επιτίθεμαι, προέρχομαι, βιαιοπραγία, απεργία, γεννώ, επιδρομή, κλυδωνίζομαι, υποφέρω, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής