Напыщенный на греческом языке

Перевод: напыщенный, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
καμαρωτός, υπερόπτης, δύσκαμπτος, πομπώδης, αλαζονικός, ξιπασμένος, υπεροπτικός, σημαντικός, αλαζόνας, σπουδαίος, εξεζητημένος, πρησμένος, εξωγκωμένος, σπάργωση, να εμφανίζουν σπαργή
Напыщенный на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: напыщенный

напыщенный это, напыщенный значение, напыщенный википедия, напыщенный воротник, напыщенный воротник сканворд, напыщенный словарь иностранных слов греческий, напыщенный на греческом языке

Переводы

  • напылить на греческом языке - σκόνη, ψεκάζονται, ψεκάζεται, ψεκαστεί, ψεκάστηκαν, ψεκάστηκε
  • напыщенность на греческом языке - φούσκωμα, αλαζονεία, υπεροψία, μεγαλορρημοσύνη, έπαρση, μετεωρισμός, μετεωρισμό, ...
  • напёрсток на греческом языке - δακτυλήθρα, φυσιγγίου, δαχτυλήθρα, δακτύλιο, φύσιγγα
  • наработать на греческом языке - φτιάχνω, κάνω, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, αποδεικνύονται, αποδειχθεί, αποδειχθούν, ...
Случайные слова
Напыщенный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: καμαρωτός, υπερόπτης, δύσκαμπτος, πομπώδης, αλαζονικός, ξιπασμένος, υπεροπτικός, σημαντικός, αλαζόνας, σπουδαίος, εξεζητημένος, πρησμένος, εξωγκωμένος, σπάργωση, να εμφανίζουν σπαργή