Наряд на греческом языке
Перевод: наряд, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
προσταγή, ντύνομαι, ένταλμα, ενδυμασία, παρουσιαστικό, κλαδεύω, ρούχα, παραγγέλλω, φόρεμα, αμφίεση, ψαλιδίζω, ντύνω, εντολή, κομψός, κουρεύω, ρούχο, ένδυμα, ενδυμασίας, την ενδυμασία, ντύσιμο
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: наряд
наряд допуск для работы в электроустановках, наряд в армии, наряд допуск, наряд на сдельную работу, наряд короля обезьян, наряд словарь иностранных слов греческий, наряд на греческом языке
Переводы
- нарывать на греческом языке - συγκεντρώνομαι, έρχομαι, μαζεύομαι, περισυλλέγω, μαζεύω, φλυκταίνω
- нарываться на греческом языке - τρέχω, τρέχουν, τρέξει, τρέχει, εκτελέσετε, το οργανωμένο
- нарядить на греческом языке - φόρεμα, αποκολλώ, μεταμφίεση, ντύνω, ντύνομαι, διανθίσετε, φόρεμα μέχρι, ...
- нарядность на греческом языке - κομψότητα, εξυπνάδα, την εξυπνάδα, smartness, ευφυία, στην εξυπνάδα
Случайные слова
Наряд на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: προσταγή, ντύνομαι, ένταλμα, ενδυμασία, παρουσιαστικό, κλαδεύω, ρούχα, παραγγέλλω, φόρεμα, αμφίεση, ψαλιδίζω, ντύνω, εντολή, κομψός, κουρεύω, ρούχο, ένδυμα, ενδυμασίας, την ενδυμασία, ντύσιμο
Переводы: προσταγή, ντύνομαι, ένταλμα, ενδυμασία, παρουσιαστικό, κλαδεύω, ρούχα, παραγγέλλω, φόρεμα, αμφίεση, ψαλιδίζω, ντύνω, εντολή, κομψός, κουρεύω, ρούχο, ένδυμα, ενδυμασίας, την ενδυμασία, ντύσιμο