Необработанный на греческом языке
Перевод: необработанный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ωμός, αγενής, πρόχειρος, ακατέργαστος, τραχύς, χονδροειδής, αγροίκος, σκληρός, χωρίς θεραπεία, ανεπεξέργαστα, ανεπεξέργαστων, μη επεξεργασμένα, μη επεξεργασμένο
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: необработанный
необработанный самоцвет lineage, необработанный изумруд, необработанный рубин, необработанный камень, необработанный овес, необработанный словарь иностранных слов греческий, необработанный на греческом языке
Переводы
- необоснованный на греческом языке - επισφαλής, άπατος, ανάπηρος, απύθμενος, αβάσιμος, αβάσιμη, αβάσιμο, ...
- необработанность на греческом языке - ωμότητα, rawness, αγροικία, την ωμότητα, ωμότης
- необразованность на греческом языке - αμάθεια, άγνοια, έλλειψη εκπαίδευσης, η έλλειψη εκπαίδευσης, έλλειψη παιδείας, η έλλειψη παιδείας, έλλειψης εκπαίδευσης
- необразованный на греческом языке - αμαθής, αγνοών, αγράμματος, αμόρφωτος, ακαλλιέργητος, αγράμματοι, αμόρφωτοι, ...
Случайные слова
Необработанный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ωμός, αγενής, πρόχειρος, ακατέργαστος, τραχύς, χονδροειδής, αγροίκος, σκληρός, χωρίς θεραπεία, ανεπεξέργαστα, ανεπεξέργαστων, μη επεξεργασμένα, μη επεξεργασμένο
Переводы: ωμός, αγενής, πρόχειρος, ακατέργαστος, τραχύς, χονδροειδής, αγροίκος, σκληρός, χωρίς θεραπεία, ανεπεξέργαστα, ανεπεξέργαστων, μη επεξεργασμένα, μη επεξεργασμένο