Обладание на греческом языке

Перевод: обладание, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κτήση, κρατώ, κυριαρχία, περιουσία, τιμαλφή, κάτοχος, κατοχή, ιδιοκτήτης, αμπάρι, κτήτορας, αρμοδιότητα, περιοχή, ιδιοκτησία, κατοχής, της κατοχής, διαθέτει, την κατοχή
Обладание на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: обладание

обладание синоним, обладание колониями содействовало укреплению, обладание snow patrol, обладание властью, обладание силой, обладание словарь иностранных слов греческий, обладание на греческом языке

Переводы

  • облагораживание на греческом языке - ύψωση, ανύψωση, ανάδειξη, εξευγένιση, εξευγενισμό, εξευγενισμού, εξευγενισμό η
  • облагораживать на греческом языке - σηκώνω, εξευγενίζω, υψώνω, ραφινάρω, βελτιώνω, ανυψώνω, εξευγενίση, ...
  • обладатель на греческом языке - κτήτορας, φορέας, ιδιοκτήτης, κάτοχος, κομιστής, θήκη, ιδιοκτήτη, ...
  • обладать на греческом языке - κρατώ, χαίρομαι, έχω, έχε, αμπάρι, της], χαίρω, ...
Случайные слова
Обладание на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κτήση, κρατώ, κυριαρχία, περιουσία, τιμαλφή, κάτοχος, κατοχή, ιδιοκτήτης, αμπάρι, κτήτορας, αρμοδιότητα, περιοχή, ιδιοκτησία, κατοχής, της κατοχής, διαθέτει, την κατοχή