Опровергать на греческом языке
Перевод: опровергать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
φορώ, μπατάρω, αντιλέγω, διαψεύδω, αντιφάσκω, παραποιώ, αναιρώ, αντικρούω, αναποδογυρίζω, ανασκευάζω, αντικρούσει, διαψεύδουν, διαψεύσει, αντίκρουση, αντικρούουν
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: опровергать
опровергать антоним, опровергать значение слова, опровергать перевод на английский, опровергать синоним, опровергать перевод, опровергать словарь иностранных слов греческий, опровергать на греческом языке
Переводы
- опробование на греческом языке - δοκίμιο, δοκιμασία, έκθεση, ελέγχω, δοκιμάζω, δίκη, δοκίμια, ...
- опробовать на греческом языке - εμπειρία, ελέγχω, δοκιμή, δοκιμής, δοκιμών, δοκιμασία, τεστ
- опровергающий на греческом языке - Αντικρούοντας, Αντικρούοντας τα, ανασκευάζοντας, να αντικρούσουν, disproving
- опровергнуть на греческом языке - αντικρούω, αναιρώ, ανασκευάζω, αντικρούσει, διαψεύδουν, διαψεύσει, αντίκρουση, ...
Случайные слова
Опровергать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: φορώ, μπατάρω, αντιλέγω, διαψεύδω, αντιφάσκω, παραποιώ, αναιρώ, αντικρούω, αναποδογυρίζω, ανασκευάζω, αντικρούσει, διαψεύδουν, διαψεύσει, αντίκρουση, αντικρούουν
Переводы: φορώ, μπατάρω, αντιλέγω, διαψεύδω, αντιφάσκω, παραποιώ, αναιρώ, αντικρούω, αναποδογυρίζω, ανασκευάζω, αντικρούσει, διαψεύδουν, διαψεύσει, αντίκρουση, αντικρούουν