Опрометчивый на греческом языке
Перевод: опрометчивый, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
απερίσκεπτος, ορμητικός, ατάσθαλος, παράτολμος, ακάθεκτος, επισπεύδω, εσπευσμένος, εξάνθημα, βιαστικός, ορμέμφυτος, ριψοκίνδυνος, απερίσκεπτη, αλόγιστες, απερίσκεπτο
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: опрометчивый
опрометчивый hd, опрометчивый трейлер на русском, опрометчивый смотреть, опрометчивый поступок это, опрометчивый фильм смотреть, опрометчивый словарь иностранных слов греческий, опрометчивый на греческом языке
Переводы
- опрометчиво на греческом языке - αμέλεια, από αμέλεια, απερίσκεπτα, ενσυνείδητη αμέλεια, απρόσεκτα
- опрометчивость на греческом языке - απερισκεψία, βιασύνη, την απερισκεψία, τις επιπολαιότητες, επιπολαιότητες
- опрометью на греческом языке - απροσεκτώς, ολοταχώς, απερίσκεπτη, απερίσκεπτο, ορμητική
- опрос на греческом языке - ερώτηση, ανάκριση, εξέταση, έρευνα, συνέντευξη, συνέντευξης, συνέντευξή, ...
Случайные слова
Опрометчивый на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: απερίσκεπτος, ορμητικός, ατάσθαλος, παράτολμος, ακάθεκτος, επισπεύδω, εσπευσμένος, εξάνθημα, βιαστικός, ορμέμφυτος, ριψοκίνδυνος, απερίσκεπτη, αλόγιστες, απερίσκεπτο
Переводы: απερίσκεπτος, ορμητικός, ατάσθαλος, παράτολμος, ακάθεκτος, επισπεύδω, εσπευσμένος, εξάνθημα, βιαστικός, ορμέμφυτος, ριψοκίνδυνος, απερίσκεπτη, αλόγιστες, απερίσκεπτο