Отворачивать на греческом языке
Перевод: отворачивать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
παρακωλύω, τραβώ, τράβηγμα, αποκλείω, στροφή μακριά, διώχνουν, στραφούν μακριά, απομακρυνθούν, γυρίσει μακριά
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: отворачивать
отворачивать синоним, отворачивать словарь иностранных слов греческий, отворачивать на греческом языке
Переводы
- отвоевывать на греческом языке - κερδίζω, κατακτώ, νικώ, νίκη, Κέρδισε, Win, Κέρδισε τις, ...
- отвозить на греческом языке - οδηγώ, αποκτώ, παίρνω, πάρει πίσω, να πάρει πίσω, πάρουν πίσω, νέου ανάληψης, ...
- отворачиваться на греческом языке - στροφή, στρίβω, σειρά, στροφή μακριά, διώχνουν, στραφούν μακριά, απομακρυνθούν, ...
- отворить на греческом языке - ανοικτός, ανοιχτός, ανοίγω, εγκαινιάζω, για να ανοίξετε, να ανοίξει, για να ανοίξει, ...
Случайные слова
Отворачивать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: παρακωλύω, τραβώ, τράβηγμα, αποκλείω, στροφή μακριά, διώχνουν, στραφούν μακριά, απομακρυνθούν, γυρίσει μακριά
Переводы: παρακωλύω, τραβώ, τράβηγμα, αποκλείω, στροφή μακριά, διώχνουν, στραφούν μακριά, απομακρυνθούν, γυρίσει μακριά