Отягчать на греческом языке

Перевод: отягчать, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
φορτίο, βάρος, επιδεινώνω, ζαλίκι, φορτώνω, επιδεινώνουν, επιδεινώσει, να επιδεινώσει, επιδεινώσουν, επιδεινώνει
Отягчать на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: отягчать

отягчать словарь иностранных слов греческий, отягчать на греческом языке

Переводы

  • отыскивать на греческом языке - βρίσκω, ανεύρεση, εύρημα, ανακαλύπτω, αναζητήσουν, αναζήτηση, να αναζητήσουν, ...
  • отягощать на греческом языке - φορτίο, φορτώνω, βάρος, παραφορτώνω, ζαλίκι, επιβάρυνση, επιβάρυνσης, ...
  • отягчить на греческом языке - αλέθω, λιώνω, αγγαρεία, τρίζω, ξύνω, ακονίζω, επιδεινώνω, ...
  • отяжелевший на греческом языке - συνδεδεμένοι, συνδεδεμένος, καταγράφεται, συνδεθεί, καταγράφονται
Случайные слова
Отягчать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: φορτίο, βάρος, επιδεινώνω, ζαλίκι, φορτώνω, επιδεινώνουν, επιδεινώσει, να επιδεινώσει, επιδεινώσουν, επιδεινώνει