Оцепенелый на греческом языке
Перевод: оцепенелый, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
μουδιασμένος, πεθαμένος, νεκρός, ναρκωμένος, χαύνος, μουδιασμένο, μουδιασμένη, μουδιάζουν
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: оцепенелый
оцепенелый значение, оцепенелый словарь иностранных слов греческий, оцепенелый на греческом языке
Переводы
- оценщик на греческом языке - μεσίτης, χρηματομεσίτης, διατιμητής, εκτιμητή, εκτιμητής, βαθμολογητής, εκτιμητών
- оцепеневший на греческом языке - χαύνος, ναρκωμένος, μουδιασμένος, χαζός, μουδιασμένο, μουδιασμένη, μουδιάζουν
- оцепенение на греческом языке - άγχος, αποχαύνωση, αποβλάκωση, εμβροντησία, αδράνεια, κατάπληξη, νάρκη, ...
- оцепенеть на греческом языке - αρμόζω, γίνομαι, πήζω, τυροποιούμαι, πήζει, πήξει, θα πήξει
Случайные слова
Оцепенелый на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: μουδιασμένος, πεθαμένος, νεκρός, ναρκωμένος, χαύνος, μουδιασμένο, μουδιασμένη, μουδιάζουν
Переводы: μουδιασμένος, πεθαμένος, νεκρός, ναρκωμένος, χαύνος, μουδιασμένο, μουδιασμένη, μουδιάζουν