Потребление на греческом языке
Перевод: потребление, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κατανάλωση, δαπάνη, χρησιμοποιώ, φθίση, απορρόφηση, δαπάνες, χρήση, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: потребление
потребление электроэнергии, потребление и сбережения, потребление мяса в россии, потребление алкоголя в россии 2014, потребление газа европой, потребление словарь иностранных слов греческий, потребление на греческом языке
Переводы
- потребительский на греческом языке - καταναλωτής, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτές
- потребить на греческом языке - χρησιμοποιώ, χρήση, καταναλώνω, καταναλώνουν, καταναλώνουμε, καταναλώσει, καταναλώνει, ...
- потребляемый на греческом языке - αναλώσιμα, αναλώσιμο, αναλώσιμων, αναλώσιμου, τα αναλώσιμα
- потреблять на греческом языке - χρησιμοποιώ, απορροφώ, καταναλώνω, χρήση, καταναλώνουν, καταναλώνουμε, καταναλώσει, ...
Случайные слова
Потребление на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κατανάλωση, δαπάνη, χρησιμοποιώ, φθίση, απορρόφηση, δαπάνες, χρήση, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από
Переводы: κατανάλωση, δαπάνη, χρησιμοποιώ, φθίση, απορρόφηση, δαπάνες, χρήση, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από