Предполагать на греческом языке
Перевод: предполагать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
περιλαμβάνω, υπολογίζω, μαντεύω, υποπτεύομαι, καταλαβαίνω, κατανοώ, υπονοώ, εμπλέκω, εισάγω, υποθέτω, φαντάζομαι, υποτίθεται, εικασία, σκέφτομαι, παραχωρώ, εμπλέκομαι, αναλάβει, υποθέσουμε, αναλάβουν, αναλαμβάνουν
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: предполагать
предполагать перевод, предполагать что управляющий чем, предполагать english, предполагать синоним, предполагать проверочное слово, предполагать словарь иностранных слов греческий, предполагать на греческом языке
Переводы
- предплюсна на греческом языке - ταρσός, ταρσού, του ταρσού, Ταρσό, την Ταρσό
- предполагаемый на греческом языке - μελλοντικός, δήθεν, φερόμενος, αναμένεται, αναμενόμενη, αναμένονται, αναμενόμενο, ...
- предположение на греческом языке - διαλογισμός, είσοδος, περισυλλογή, επαγωγή, σχέδιο, υπόθεση, επιχείρηση, ...
- предположительно на греческом языке - περίπου, σχεδόν, παραλίγο, για, περί, πρόχειρα, πιθανώς, ...
Случайные слова
Предполагать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: περιλαμβάνω, υπολογίζω, μαντεύω, υποπτεύομαι, καταλαβαίνω, κατανοώ, υπονοώ, εμπλέκω, εισάγω, υποθέτω, φαντάζομαι, υποτίθεται, εικασία, σκέφτομαι, παραχωρώ, εμπλέκομαι, αναλάβει, υποθέσουμε, αναλάβουν, αναλαμβάνουν
Переводы: περιλαμβάνω, υπολογίζω, μαντεύω, υποπτεύομαι, καταλαβαίνω, κατανοώ, υπονοώ, εμπλέκω, εισάγω, υποθέτω, φαντάζομαι, υποτίθεται, εικασία, σκέφτομαι, παραχωρώ, εμπλέκομαι, αναλάβει, υποθέσουμε, αναλάβουν, αναλαμβάνουν