Приводить на греческом языке
Перевод: приводить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
δίνω, μεταβιβάζω, νωπός, διαβιβάζω, ηγούμαι, μειώνω, καθορισμένος, υγρός, μόλυβδος, φέρνω, τοποθετώ, λουρί, παίρνω, περιορίζω, ελαττώνω, μεταδίδω, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: приводить
приводить доводы, приводить в замешательство, приводить синоним, приводить на английском, приводить в замешательство синоним, приводить словарь иностранных слов греческий, приводить на греческом языке
Переводы
- привносить на греческом языке - εισάγω, συστήνω, εισάγουν, εισαγάγει, εισαγάγουν, εισάγει, θεσπίσουν
- привод на греческом языке - εκζήτηση, κίνητρο, μεταβίβαση, συλλαμβάνω, αιτία, οδηγώ, λόγος, ...
- приводка на греческом языке - εγγράφομαι, καταχωρώ, -γνήσια, -Η
- приводнение на греческом языке - προσθαλάσσωση, splashdown
Случайные слова
Приводить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: δίνω, μεταβιβάζω, νωπός, διαβιβάζω, ηγούμαι, μειώνω, καθορισμένος, υγρός, μόλυβδος, φέρνω, τοποθετώ, λουρί, παίρνω, περιορίζω, ελαττώνω, μεταδίδω, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί
Переводы: δίνω, μεταβιβάζω, νωπός, διαβιβάζω, ηγούμαι, μειώνω, καθορισμένος, υγρός, μόλυβδος, φέρνω, τοποθετώ, λουρί, παίρνω, περιορίζω, ελαττώνω, μεταδίδω, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί