Припаиваться на греческом языке
Перевод: припаиваться, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ενώνω, φυτίλι, φιτίλι, συνδέω, κατατάσσομαι, συνενώνω, συγκολλημένες, κολλημένες, συγκολλημένα, συγκολληθεί, κολλημένο
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: припаиваться
припаиваться словарь иностранных слов греческий, припаиваться на греческом языке
Переводы
- припадок на греческом языке - επιδρομή, επιτίθεμαι, σπασμός, επίθεση, κατάσχεση, κατάσχεσης, κατάληψη, ...
- припаивать на греческом языке - κολλώ, ιδρώτας, ιδρώτα, τον ιδρώτα, του ιδρώτα, ιδρωτοποιούς
- припарка на греческом языке - κατάπλασμα, καταπλάσματος, το κατάπλασμα, πανάδα, κατάπλασμα για
- припасы на греческом языке - καταστήματα, αποθηκεύει, καταστημάτων, τα καταστήματα, αποθήκες
Случайные слова
Припаиваться на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ενώνω, φυτίλι, φιτίλι, συνδέω, κατατάσσομαι, συνενώνω, συγκολλημένες, κολλημένες, συγκολλημένα, συγκολληθεί, κολλημένο
Переводы: ενώνω, φυτίλι, φιτίλι, συνδέω, κατατάσσομαι, συνενώνω, συγκολλημένες, κολλημένες, συγκολλημένα, συγκολληθεί, κολλημένο