Пучок на греческом языке
Перевод: пучок, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
δεσμίδα, τσουλούφι, αχτίδα, καδρόνι, αγέλη, συστοιχία, μάτσο, κοπάδι, τούφα, πακέτο, σύμπλεγμα, δέσμη, κλειδαριά, δέμα, σωριάζω, συρρέω, συσσωρεύσει, ομαδοποιούν, συνενώνουν, δέσμες
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: пучок
пучок с валиком, пучок из бублика, пучок из коротких волос, пучок прическа, пучок с носком, пучок словарь иностранных слов греческий, пучок на греческом языке
Переводы
- пучина на греческом языке - γκρεμός, κόλπος, χάσμα, βάθος, άβυσσος, άβυσσο, αβύσσου, ...
- пучность на греческом языке - βρόχος, βρόγχος, θηλιά, αντικομβικής, αντικομβικών, κοιλία, αντίφασης, ...
- пушбол на греческом языке - pushball
- пушинка на греческом языке - συρρέω, νιφάδα, κοπάδι, αγέλη, χνούδι, Fuzz, χνουδιού, ...
Случайные слова
Пучок на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: δεσμίδα, τσουλούφι, αχτίδα, καδρόνι, αγέλη, συστοιχία, μάτσο, κοπάδι, τούφα, πακέτο, σύμπλεγμα, δέσμη, κλειδαριά, δέμα, σωριάζω, συρρέω, συσσωρεύσει, ομαδοποιούν, συνενώνουν, δέσμες
Переводы: δεσμίδα, τσουλούφι, αχτίδα, καδρόνι, αγέλη, συστοιχία, μάτσο, κοπάδι, τούφα, πακέτο, σύμπλεγμα, δέσμη, κλειδαριά, δέμα, σωριάζω, συρρέω, συσσωρεύσει, ομαδοποιούν, συνενώνουν, δέσμες