Развращать на греческом языке
Перевод: развращать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
αλλοιώνω, διαφθείρω, ξεμαυλίζω, υπονομεύω, μαγαρίζω, ανατρέπω, εκμαυλίζω, κηλιδώνω, λερώνω, βεβηλώνω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένο, διεφθαρμένα
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: развращать
развращать словарь иностранных слов греческий, развращать на греческом языке
Переводы
- развратность на греческом языке - ακολασία, ασωτία, λαγνεία
- развратный на греческом языке - έκφυλος, ακόλαστος, ασελγής, έκλυτος, άσωτος, έκλυτο, έκλυτη, ...
- развращаться на греческом языке - αλλοιώνω, γίνομαι, αρμόζω, διαφθείρω, ξεμαυλίζω, εκμαυλίζω, διεφθαρμένος, ...
- развращение на греческом языке - μαύλισμα, διαφθορά, ρύπανση, ξεμαύλισμα, δηλητηρίαση, εκμαυλισμός, δωροδοκία, ...
Случайные слова
Развращать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: αλλοιώνω, διαφθείρω, ξεμαυλίζω, υπονομεύω, μαγαρίζω, ανατρέπω, εκμαυλίζω, κηλιδώνω, λερώνω, βεβηλώνω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένο, διεφθαρμένα
Переводы: αλλοιώνω, διαφθείρω, ξεμαυλίζω, υπονομεύω, μαγαρίζω, ανατρέπω, εκμαυλίζω, κηλιδώνω, λερώνω, βεβηλώνω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένο, διεφθαρμένα