Располагающий на греческом языке
Перевод: располагающий, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ελκυστικός, χαριτωμένος, όμορφος, γραφικός, συμπαθητικός, ευπαρουσίαστος, παράξενος, ωραίος, τοποθετώντας, τοποθετήσουμε, χαρακτηρίζει, το τοποθετήσουμε, οποίας καθίσταται
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: располагающий
располагающий человек, располагаемый доход, располагающий словосочетание, располагающий к себе человек, располагающий взгляд, располагающий словарь иностранных слов греческий, располагающий на греческом языке
Переводы
- располагать на греческом языке - τοποθεσία, στεγάζω, βάθρο, εντοπίζω, ευτελής, έχε, κανονίζω, ...
- располагаться на греческом языке - διανύω, είμαι, ευτελής, βρίσκομαι, βάθρο, εγκατασταθούν, διευθέτηση, ...
- расползающийся на греческом языке - κατάκλισης, sprawling, εκτεταμένο, σφυρίζει αμέσως, αχανείς
- расположение на греческом языке - συνεδρίαση, τοποθετώ, καθιστικός, διάθεση, ετοιμασία, κοσμικός, ξαπλώνω, ...
Случайные слова
Располагающий на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ελκυστικός, χαριτωμένος, όμορφος, γραφικός, συμπαθητικός, ευπαρουσίαστος, παράξενος, ωραίος, τοποθετώντας, τοποθετήσουμε, χαρακτηρίζει, το τοποθετήσουμε, οποίας καθίσταται
Переводы: ελκυστικός, χαριτωμένος, όμορφος, γραφικός, συμπαθητικός, ευπαρουσίαστος, παράξενος, ωραίος, τοποθετώντας, τοποθετήσουμε, χαρακτηρίζει, το τοποθετήσουμε, οποίας καθίσταται