Санкционирующий на греческом языке
Перевод: санкционирующий, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
Εξουσιοδότηση, χορήγησης της άδειας, Εξουσιοδοτικές, οποία εξουσιοδοτείται, Η εξουσιοδότηση της
Другие языки
Родственные слова: санкционирующий
санкционирующий метод, санкционирующий это, санкционирующий словарь иностранных слов греческий, санкционирующий на греческом языке
Переводы
- санкционированный на греческом языке - εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί
- санкционировать на греческом языке - εγκρίνω, κύρωση, συγκατάθεση, επιβεβαιώνω, επιδοκιμάζω, διαβεβαιώνω, επικυρώνω, ...
- санкция на греческом языке - ευλογία, έγκριση, συγκατάθεση, επικυρώνω, επιδοκιμασία, παραδοχή, κύρωση, ...
- сановник на греческом языке - αξιωματούχος, αξιωματούχου, αξιωματούχο που, αξιωματούχου από, επισκοπικά τους
Случайные слова
Санкционирующий на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: Εξουσιοδότηση, χορήγησης της άδειας, Εξουσιοδοτικές, οποία εξουσιοδοτείται, Η εξουσιοδότηση της
Переводы: Εξουσιοδότηση, χορήγησης της άδειας, Εξουσιοδοτικές, οποία εξουσιοδοτείται, Η εξουσιοδότηση της