Сдержанный на греческом языке
Перевод: сдержанный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εχέμυθος, κρυψίνους, φειδωλός, λιτός, ακοινώνητος, διακριτικός, κρατημένος, λιγόλογος, ήπειρος, παράξενος, πρέπων, απομακρυσμένος, μαζεμένος, ευπρεπής, απόμακρος, σεμνός, διατηρούνται, επιφυλάχθηκε, επιφυλάσσεται, προορίζεται, Με επιφύλαξη
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: сдержанный
сдержанный человек это, сдержанный синонимы, сдержанный антоним, сдержанный мужчина, сдержанный байкер, сдержанный словарь иностранных слов греческий, сдержанный на греческом языке
Переводы
- сдержанно на греческом языке - επιφυλακτικώς, συγκρατημένα, είναι συγκρατημένα, επιφυλακτική, να είναι συγκρατημένα
- сдержанность на греческом языке - παρακρατώ, σεμνότητα, περίσκεψη, εφεδρικός, εξουσιάζω, επιφύλαξη, μακροθυμία, ...
- сдержать на греческом языке - καταστέλλω, αποκρύπτω, αναχαιτίζω, καταπνίγω, συγκρατήσει, εμπόδιζαν, παρεμπόδιζαν, ...
- сдержаться на греческом языке - αναχαιτίζω, εξουσιάζω, έλεγχος, συγκρατήσει, εμπόδιζαν, παρεμπόδιζαν, κρατήσει πίσω, ...
Случайные слова
Сдержанный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εχέμυθος, κρυψίνους, φειδωλός, λιτός, ακοινώνητος, διακριτικός, κρατημένος, λιγόλογος, ήπειρος, παράξενος, πρέπων, απομακρυσμένος, μαζεμένος, ευπρεπής, απόμακρος, σεμνός, διατηρούνται, επιφυλάχθηκε, επιφυλάσσεται, προορίζεται, Με επιφύλαξη
Переводы: εχέμυθος, κρυψίνους, φειδωλός, λιτός, ακοινώνητος, διακριτικός, κρατημένος, λιγόλογος, ήπειρος, παράξενος, πρέπων, απομακρυσμένος, μαζεμένος, ευπρεπής, απόμακρος, σεμνός, διατηρούνται, επιφυλάχθηκε, επιφυλάσσεται, προορίζεται, Με επιφύλαξη