Случаться на греческом языке
Перевод: случаться, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
βρίσκομαι, είμαι, έρχομαι, συμβαίνω, προσφορά, προσφέρω, διαδραματίζω, αρμόζω, γίνομαι, διανύω, συμβεί, να συμβεί, συμβούν, συμβαίνουν, συμβαίνει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: случаться
случаться словарь, случаться wiktionary, случаться англ, случаться conjugation, случаться викисловарь, случаться словарь иностранных слов греческий, случаться на греческом языке
Переводы
- случайный на греческом языке - αυθαίρετος, συγκυρία, επισφαλής, αμυχή, πιθανότητα, πέρασμα, σποραδικός, ...
- случать на греческом языке - άλογο, σέρβις, ύπαρχος, ζευγαρώνω, εξυπηρέτηση, υπηρεσία, ζευγάρι, ...
- случившееся на греческом языке - γεγονός, περιστατικό, συμβάν, τι συνέβη, αυτό που συνέβη, τι έγινε, το τι συνέβη
- случиться на греческом языке - συμβαίνω, διαδραματίζω, συμβεί, να συμβεί, συμβούν, συμβαίνουν, συμβαίνει
Случайные слова
Случаться на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: βρίσκομαι, είμαι, έρχομαι, συμβαίνω, προσφορά, προσφέρω, διαδραματίζω, αρμόζω, γίνομαι, διανύω, συμβεί, να συμβεί, συμβούν, συμβαίνουν, συμβαίνει
Переводы: βρίσκομαι, είμαι, έρχομαι, συμβαίνω, προσφορά, προσφέρω, διαδραματίζω, αρμόζω, γίνομαι, διανύω, συμβεί, να συμβεί, συμβούν, συμβαίνουν, συμβαίνει