Смягчать на греческом языке
Перевод: смягчать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ανακουφίζω, διάθεση, παραλλάζω, σκληραίνω, νηνεμία, τροποποιώ, οργή, καταπραΰνω, προκρίνομαι, κατευνάζω, μετριάζω, μαλακώνω, μαλακώσει, μαλακώνουν, μαλακώσουν, μαλακώνει, απαλύνει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: смягчать
чем смягчать пятки, чем смягчать кутикулу, смягчать значение, смягчать синонимы, смягчать перевод древнегреческий, смягчать словарь иностранных слов греческий, смягчать на греческом языке
Переводы
- смышленый на греческом языке - επιτήδειος, έξυπνος, επιδέξιος, φωτεινό, φωτεινά, φωτεινή, λαμπρό, ...
- смэк на греческом языке - χαστούκι, χαστουκίζω, καρπαζιά, ΣΜΕΚ
- смягчаться на греческом языке - αρμόζω, μαλακώνω, γίνομαι, μαλακώσει, μαλακώνουν, μαλακώσουν, μαλακώνει, ...
- смягчение на греческом языке - ελάττωση, λιώνω, ξεκούραση, μείωση, εκτόνωση, ξεπαγώνω, μετριασμού, ...
Случайные слова
Смягчать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ανακουφίζω, διάθεση, παραλλάζω, σκληραίνω, νηνεμία, τροποποιώ, οργή, καταπραΰνω, προκρίνομαι, κατευνάζω, μετριάζω, μαλακώνω, μαλακώσει, μαλακώνουν, μαλακώσουν, μαλακώνει, απαλύνει
Переводы: ανακουφίζω, διάθεση, παραλλάζω, σκληραίνω, νηνεμία, τροποποιώ, οργή, καταπραΰνω, προκρίνομαι, κατευνάζω, μετριάζω, μαλακώνω, μαλακώσει, μαλακώνουν, μαλακώσουν, μαλακώνει, απαλύνει