Твердить на греческом языке
Перевод: твердить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ισχυρίζομαι, επαναλαμβάνω, αποδεικνύω, επιμένω, κατηγορώ, διεκδικώ, επικυρώνω, υποστηρίζω, βεβαιώνω, κράτος, κρατίδιο, διαβεβαιώνω, πιστοποιώ, άρπα, άρπα σε, εμμένουμε στο, επανέλθω σ
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: твердить
твердить спокойной ночи, твердить синонимы, твердить одно и тоже, твердить азы, твердить вики, твердить словарь иностранных слов греческий, твердить на греческом языке
Переводы
- твердеть на греческом языке - εμπεδώνω, τοποθετώ, εδραιώνω, καθορισμένος, σκληραίνω, σκληρύνω, σκληραίνουν, ...
- твердит на греческом языке - επαναλήψεις, επαναλήψεων, επαναλαμβάνει, επαναλαμβάνεται, επαναλαμβανόμενες
- твердо на греческом языке - εταιρία, σίγουρα, σταθερά, ακράδαντα, εδραίος, σταθερός, σφικτά, ...
- твердокаменный на греческом языке - απτόητος, ακλόνητος, σταθερός, ακλόνητη, σταθεροί, ακλόνητοι
Случайные слова
Твердить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ισχυρίζομαι, επαναλαμβάνω, αποδεικνύω, επιμένω, κατηγορώ, διεκδικώ, επικυρώνω, υποστηρίζω, βεβαιώνω, κράτος, κρατίδιο, διαβεβαιώνω, πιστοποιώ, άρπα, άρπα σε, εμμένουμε στο, επανέλθω σ
Переводы: ισχυρίζομαι, επαναλαμβάνω, αποδεικνύω, επιμένω, κατηγορώ, διεκδικώ, επικυρώνω, υποστηρίζω, βεβαιώνω, κράτος, κρατίδιο, διαβεβαιώνω, πιστοποιώ, άρπα, άρπα σε, εμμένουμε στο, επανέλθω σ