Удерживать на греческом языке

Перевод: удерживать, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
απέχω, φραγμός, περιλαμβάνω, πειθαναγκάζω, φράγμα, διατηρώ, υποστηρίζω, κρατώ, αναχαιτίζω, επωδός, κατακρατώ, εξακολουθώ, διατείνομαι, καθυστερώ, εκπίπτω, περιέχω, κρατήστε, κρατήστε την, κρατήσει, διατηρήσει, διατηρήσουν
Удерживать на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: удерживать

удерживать для аутентификации mac os, удерживать позицию dota 2, удерживать синоним, удерживать курсор в окне, удерживать для аутентификации, удерживать словарь иностранных слов греческий, удерживать на греческом языке

Переводы

  • удержаться на греческом языке - απέχω, επωδός, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
  • удерживание на греческом языке - μισθός, παρακράτηση, συντήρηση, κράτηση, διατήρηση, κατακράτησης, διατήρησης, ...
  • удерживаться на греческом языке - επωδός, απέχω, αποφεύγουν, απέχουν, απόσχουν, να μην, να απέχουν
  • удерживающий на греческом языке - συγκράτησης, συγκρατήσεως, αντιστήριξης, διατηρεί, συγκράτησης του
Случайные слова
Удерживать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: απέχω, φραγμός, περιλαμβάνω, πειθαναγκάζω, φράγμα, διατηρώ, υποστηρίζω, κρατώ, αναχαιτίζω, επωδός, κατακρατώ, εξακολουθώ, διατείνομαι, καθυστερώ, εκπίπτω, περιέχω, κρατήστε, κρατήστε την, κρατήσει, διατηρήσει, διατηρήσουν