Управлять на греческом языке

Перевод: управлять, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
απονέμω, κανόνας, μεταχειρίζομαι, διοικώ, δεξιοτέχνης, εγχειρίζω, σκηνοθετώ, διέπω, ξεναγώ, χορηγώ, εφαρμόζω, χειρίζομαι, μόλυβδος, οδηγός, χερούλι, λουρί, διαχειρίζονται, διαχειριστεί, διαχειρίζεται, διαχειριστούν, διαχειριστείτε
Управлять на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: управлять

управлять эмоциями, управлять перевод, управлять загорелый корифей, управлять сном, управлять людьми, управлять словарь иностранных слов греческий, управлять на греческом языке

Переводы

  • управляемость на греческом языке - ελεγξιμότητα, δυνατότητα ελέγχου, ελεγξιμότητας, τη δυνατότητα ελέγχου, δυνατότητας ελέγχου
  • управляемый на греческом языке - ελεγχόμενη, ελεγχόμενες, ελεγχόμενης, ελεγχόμενο, την ελεγχόμενη
  • управляющий на греческом языке - οικονόμος, ξεναγώ, θαλαμηπόλος, ξεναγός, καθοδηγώ, καίριος, κυβερνήτης, ...
  • упражнение на греческом языке - πρακτική, τροχός, άσκηση, τριβελίζω, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, ...
Случайные слова
Управлять на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: απονέμω, κανόνας, μεταχειρίζομαι, διοικώ, δεξιοτέχνης, εγχειρίζω, σκηνοθετώ, διέπω, ξεναγώ, χορηγώ, εφαρμόζω, χειρίζομαι, μόλυβδος, οδηγός, χερούλι, λουρί, διαχειρίζονται, διαχειριστεί, διαχειρίζεται, διαχειριστούν, διαχειριστείτε