Утверждать на греческом языке

Перевод: утверждать, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
παστώνω, διαφωνώ, κύρωση, κατηγορώ, καπνίζω, επιβεβαιώνω, κοσμικός, διορίζω, στενά, αλατίζω, διεκδίκηση, διεκδικώ, πιστοποιώ, επιμένω, επιχειρηματολογώ, διαπληκτίζομαι, αξίωση, ισχυρισμός, απαίτηση, αξίωσης
Утверждать на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: утверждать

утверждать викисловарь, утверждать о, утверждать корень, утверждать синоним, утверждать проверочное слово, утверждать словарь иностранных слов греческий, утверждать на греческом языке

Переводы

  • утверждаемый на греческом языке - φερόμενος, υποτιθέμενη, εικαζόμενη, φερόμενη, υποτιθέμενες, προβαλλόμενη
  • утверждает на греческом языке - αξιώσεις, ισχυρισμοί, απαιτήσεων, απαιτήσεις, ισχυρισμούς
  • утверждаться на греческом языке - εγκεκριμένα, εγκεκριμένο, εγκριθεί, που εγκρίθηκε, ενέκρινε
  • утверждение на греческом языке - επικυρώνω, δήλωση, ισχυρισμός, διαβεβαίωση, διάβαση, διεκδικώ, παραδοχή, ...
Случайные слова
Утверждать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: παστώνω, διαφωνώ, κύρωση, κατηγορώ, καπνίζω, επιβεβαιώνω, κοσμικός, διορίζω, στενά, αλατίζω, διεκδίκηση, διεκδικώ, πιστοποιώ, επιμένω, επιχειρηματολογώ, διαπληκτίζομαι, αξίωση, ισχυρισμός, απαίτηση, αξίωσης