Ущемлять на греческом языке
Перевод: ущемлять, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
στύβω, παραβαίνω, κλέβω, τσιμπώ, ζουλώ, συνωστισμός, παραβιάζω, βουτώ, στριμώχνω, παραβιάζουν, παραβιάζει, παραβαίνουν, παράβαση του, αντιβαίνει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: ущемлять
ущемлять на украинском, ущемлять права на английском, ущемлять перевод, ущемлять викисловарь, ущемлять права, ущемлять словарь иностранных слов греческий, ущемлять на греческом языке
Переводы
- ущемление на греческом языке - περιστολή, τσιγκουνεύομαι, φραγμός, περιορισμός, δεμένος, συστολή, εξαναγκασμός, ...
- ущемленный на греческом языке - στραγγαλιστεί, την περισφιγμένη, περισφιγμένη, strangulated, στραγγαλίζεται
- ущерб на греческом языке - βλάβη, ζημιά, λοιδορώ, μειονέκτημα, ήττα, προσβάλλω, απόβλητα, ...
- ущербный на греческом языке - επιζήμιος, ελαττωματικός, ελαττωματικό, ελαττωματικά, ελαττωματικών, ελαττωματική
Случайные слова
Ущемлять на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: στύβω, παραβαίνω, κλέβω, τσιμπώ, ζουλώ, συνωστισμός, παραβιάζω, βουτώ, στριμώχνω, παραβιάζουν, παραβιάζει, παραβαίνουν, παράβαση του, αντιβαίνει
Переводы: στύβω, παραβαίνω, κλέβω, τσιμπώ, ζουλώ, συνωστισμός, παραβιάζω, βουτώ, στριμώχνω, παραβιάζουν, παραβιάζει, παραβαίνουν, παράβαση του, αντιβαίνει