Låg på grekiska
Översättning: låg, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
ομήγυρη, νόμος, ομάδα, παρέα, καταστατικό, νομοθεσία, θίασος, εταιρία, ομάδας, την ομάδα, της ομάδας, η ομάδα
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: låg
dubbdäck, dubbdäck lag, lag antonymer, lag engelska, lag grammatik, låg språkordbok grekiska, låg på grekiska
Översättningar
- lacka på grekiska - φώκια, βούλα, λακάση, λακάσης, laccase, λακκάση, λακκάσης
- lackera på grekiska - βερνικώνω
- laga på grekiska - φτιάχνω, επισκευάζω, επισκευή, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, ...
- lager på grekiska - αποθήκη, απόθεμα, αποθηκεύω, βάζω, μαγαζί, ταμείο, αποθήκευση, ...
Slumpa ord
Låg på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: ομήγυρη, νόμος, ομάδα, παρέα, καταστατικό, νομοθεσία, θίασος, εταιρία, ομάδας, την ομάδα, της ομάδας, η ομάδα
Översättningar: ομήγυρη, νόμος, ομάδα, παρέα, καταστατικό, νομοθεσία, θίασος, εταιρία, ομάδας, την ομάδα, της ομάδας, η ομάδα