Rå på grekiska

Översättning: rå, Ordbok: svenska » grekiska

Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
σκληρός, κτήνος, αγροίκος, τραχύς, πρόχειρος, ωμός, αγενής, χονδροειδής, ακατέργαστος, ακατέργαστο, ακάθαρτο, αργού, ακατέργαστου
Rå på grekiska
Relaterade ord
Andra språk

Relaterade ord: rå

linolja, rå antonymer, rå engelska, rå epok, rå epok lund, rå språkordbok grekiska, rå på grekiska

Översättningar

  • rätvinklig på grekiska - κάθετος, κάθετη, κάθετα, κάθετο, κάθετες
  • räv på grekiska - αλεπού, Fox, αλεπούς, Φοξ, αλεπούδων
  • råd på grekiska - καθοδήγηση, χειραγωγία, συμβούλιο, συμβουλή, συμβουλεύω, δήμος, καμαρίλα, ...
  • råda på grekiska - καμαρίλα, συμβουλεύω, συμβουλεύει, συμβουλεύσει, συμβουλεύουν, συμβουλεύουμε
Slumpa ord
Rå på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: σκληρός, κτήνος, αγροίκος, τραχύς, πρόχειρος, ωμός, αγενής, χονδροειδής, ακατέργαστος, ακατέργαστο, ακάθαρτο, αργού, ακατέργαστου