yunanca Tüketmek
Çeviri: tüketmek, Sözlük: türkçe » yunanca
Kaynak dil:
türkçe
Hedef dil:
yunanca
Çeviriler:
εξάτμιση, καταναλώνω, καταναλώνουν, καταναλώνουμε, καταναλώσει, καταναλώνει, καταναλώνετε
Benzer kelimeler
Diğer Diller
Benzer kelimeler: tüketmek
tüketmek kullanmak, tüketmek sözlük anlamı, tüketmek neden önemlidir, tüketmek kullanmak eş anlamlısı, tüketmek ile ilgili şiirler, tüketmek dil sözlüğü yunanca, yunanca tüketmek
Çeviriler
- yunanca tüketici - καταναλωτής, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτές
- yunanca tüketim - δαπάνες, δαπάνη, κατανάλωση, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από
- yunanca tükürük - πτύω, φτύνω, σάλιο, σάλιου, σιέλου, σίελο, το σάλιο
- yunanca tül - γάζα, τούλι, τούλια, τουλι, από τούλι, τουλιών
Rastgele kelime
yunanca Tüketmek - Sözlük: türkçe » yunanca
Çeviriler: εξάτμιση, καταναλώνω, καταναλώνουν, καταναλώνουμε, καταναλώσει, καταναλώνει, καταναλώνετε
Çeviriler: εξάτμιση, καταναλώνω, καταναλώνουν, καταναλώνουμε, καταναλώσει, καταναλώνει, καταναλώνετε