Активатор грецькою
Переклад: активатор, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ενεργοποιητή, ενεργοποιητής, ενεργοποιητού, ενεργοποίησης, ενεργοποιητή του
Інші мови
Споріднені слова: активатор
активатор windows xp, активатор microsoft office 2010, активатор windows xp sp3, активатор windows 7 loader extreme edition, активатор windows 8.1, активатор мовний словник грецька, активатор грецькою
Переклади
- акт грецькою - πράξη, σύνοδος, σύγκληση, πράξης, Act, πράξεως, νόμου περί
- актив грецькою - κεφάλαιο, ενεργητικό, περιουσιακών στοιχείων, ενεργητικού, περιουσιακά στοιχεία, τα περιουσιακά στοιχεία
- активаційне грецькою - ενεργοποίηση, δραστηριοποίηση, ενεργοποίησης, την ενεργοποίηση, ενεργοποιήσεως
- активаційний грецькою - ενεργοποίηση, δραστηριοποίηση, ενεργοποίησης, την ενεργοποίηση, ενεργοποιήσεως
Випадкові слова
Активатор грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ενεργοποιητή, ενεργοποιητής, ενεργοποιητού, ενεργοποίησης, ενεργοποιητή του
Переклади: ενεργοποιητή, ενεργοποιητής, ενεργοποιητού, ενεργοποίησης, ενεργοποιητή του