Вилущувати грецькою
Переклад: вилущувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
πληρώνω, ξεφλουδίσετε έξω, εξοικονομήσει, κοχύλι έξω, κέλυφος από
Інші мови
Споріднені слова: вилущувати
вилущувати мовний словник грецька, вилущувати грецькою
Переклади
- вилучення грецькою - εκχύλισμα, αποσπώ, απόσυρση, ανάκληση, απόσυρσης, υπαναχώρησης, αποχώρηση
- вилучіть грецькою - εξαλείφω, διαγράφω, αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, αφαιρέσει, απομακρύνει
- виліковна грецькою - ιατρικός, θεραπεύσιμος, ιάσιμη, σκληρυνόμενη, σκληρυνόμενο, σκληρυνόμενες
- виліковний грецькою - θεραπεύσιμος, ιάσιμη, σκληρυνόμενη, σκληρυνόμενο, σκληρυνόμενες
Випадкові слова
Вилущувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: πληρώνω, ξεφλουδίσετε έξω, εξοικονομήσει, κοχύλι έξω, κέλυφος από
Переклади: πληρώνω, ξεφλουδίσετε έξω, εξοικονομήσει, κοχύλι έξω, κέλυφος από