Виношувати грецькою
Переклад: виношувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
μελαγχολώ, επώαση, τσούρμο, ανατροφή, γαλουχήσει, καλλιέργεια, τροφοδοτούν, να γαλουχήσει
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: виношувати
виношувати мовний словник грецька, виношувати грецькою
Переклади
- виносити грецькою - κρατώ, υποστηρίζω, ανέχομαι, υπομένω, αντέχω, συντηρώ, κάνω, ...
- виноска грецькою - υποσημείωση, υποσημείωσης, την υποσημείωση, η υποσημείωση, στην υποσημείωση
- винуватець грецькою - συγγραφέας, συγγραφέα, Συντάκτης, συντάκτη, δημιουργού
- винуватий грецькою - ένοχος, ένοχοι, ένοχο, ένοχη, ενοχή
Випадкові слова
Виношувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: μελαγχολώ, επώαση, τσούρμο, ανατροφή, γαλουχήσει, καλλιέργεια, τροφοδοτούν, να γαλουχήσει
Переклади: μελαγχολώ, επώαση, τσούρμο, ανατροφή, γαλουχήσει, καλλιέργεια, τροφοδοτούν, να γαλουχήσει