Втихомирювати грецькою
Переклад: втихомирювати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
γαλήνιος, ακίνητος, ήρεμος, να καταστείλει, να καταστείλουν, για να καταστείλουν, για να καταστείλει, για την καταστολή
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: втихомирювати
втихомирювати мовний словник грецька, втихомирювати грецькою
Переклади
- втечіть грецькою - κλέβω, απόδραση, διαφυγή, διαφυγής, τη διαφυγή, απόδρασης
- втихомирювання грецькою - vtyhomyryuvannya
- втома грецькою - κόπωση, κούραση, κόπος, κόπωσης, την κούραση, κούρασης
- втомити грецькою - εξαντλώ, κουράζω, λάστιχο, ρόδα, ελαστικών, ελαστικού, ελαστικό
Випадкові слова
Втихомирювати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: γαλήνιος, ακίνητος, ήρεμος, να καταστείλει, να καταστείλουν, για να καταστείλουν, για να καταστείλει, για την καταστολή
Переклади: γαλήνιος, ακίνητος, ήρεμος, να καταστείλει, να καταστείλουν, για να καταστείλουν, για να καταστείλει, για την καταστολή