Грубий грецькою
Переклад: грубий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
μονοκόμματος, αμβλύς, θρασύς, δριμύς, κτηνώδης, χοντρός, τραχύς, ξετσίπωτος, άγριος, αγροίκος, αναιδής, σκληρός, στυφός, αισχρός, θηριώδης, ακαθάριστος, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: грубий
грубий микола, грубий синонім, грубий синоніми, грубий жарт, грубый камень, грубий мовний словник грецька, грубий грецькою
Переклади
- грошовитий грецькою - οικονομικός, τοκογλύφος, λεφτά, πολυχρήματος, πλούσιος, πλουσίων, των πλουσίων, ...
- гроші грецькою - νόμισμα, ώχρα, συνάλλαγμα, χρήματα, εξαργυρώνω, μετρητά, χρήμα, ...
- грубуватий грецькою - άξεστος, τραχύς, τραχιά, τραχύ
- грубість грецькою - τραχύτητα, κτηνωδία, τραχύτητας, την τραχύτητα, τραχύτητα της, η τραχύτητα
Випадкові слова
Грубий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: μονοκόμματος, αμβλύς, θρασύς, δριμύς, κτηνώδης, χοντρός, τραχύς, ξετσίπωτος, άγριος, αγροίκος, αναιδής, σκληρός, στυφός, αισχρός, θηριώδης, ακαθάριστος, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα
Переклади: μονοκόμματος, αμβλύς, θρασύς, δριμύς, κτηνώδης, χοντρός, τραχύς, ξετσίπωτος, άγριος, αγροίκος, αναιδής, σκληρός, στυφός, αισχρός, θηριώδης, ακαθάριστος, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα